Νέα
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ Μ.Α.Ε.Κ. ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Με την από Μαΐου 2024 απόφαση του Διεθνούς Κέντρου Διακανονισμού Επενδυτικών Διαφορών (ICSID), όπως πληροφορηθήκαμε, δυστυχώς απορρίφθηκαν οι προσφυγές των κατόχων των υβριδικών και τοξικών ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έτσι δικαιώνεται η εξαρχής διατυπωθείσα θέση του Γραφείου μας –όπως άλλωστε και πολλών εκλεκτών συναδέλφων μας– ότι τη σχετική ευθύνη φέρει η Τράπεζα Κύπρου. Η τελευταία είναι αυτή που εξέδωσε καθώς και διέθεσε τα εν λόγω τοξικά προϊόντα, εξαπατώντας τους πελάτες της – ενάντια στην υποχρέωσή της καλόπιστης συμπεριφοράς και προστασίας των συμφερόντων τους.
Προς τούτο και έχουμε ασκήσει –από 10ετίας– σειρά αγωγών κατά της Τράπεζας Κύπρου, οι οποίες εκκρεμούν στα Εφετεία και στον Άρειο Πάγο και, στην πλειονότητά τους, είχαν θετική έκβαση για τους πελάτες μας.
Η έκβαση αυτή συναρτάται, σε μεγάλο βαθμό πλέον, προς τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία είναι πλέον ιδιαιτέρως θετική για τους κατόχους ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ.
Εξαρχής είχαμε προκρίνει ως νομική βάση για την αξίωση αποζημίωσης των εντολέων μας τη συνδρομή αδικοπρακτικής ευθύνης της τράπεζας. Η επιλογή αυτή έχει εν πολλοίς δικαιωθεί και πολλοί πελάτες μας έχουν υπέρ τους εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις και έχουν πληρωθεί.
Πλην όμως, είναι γεγονός ότι αρκετοί κάτοχοι ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ δεν είχαν προσφύγει στην Ελληνική Δικαιοσύνη για την αποζημίωσή τους – στάση που μπορεί να οφείλεται στην επιλογή της διαιτησίας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, άλλως δε στην επιφυλακτικότητά τους ως προς την έκβαση της εν γένει υπόθεσης των ΜΑΕΚ στα ελληνικά αστικά δικαστήρια.
Για την εξάντληση κάθε νομικού μέσου χάριν της προστασίας των εν λόγω προσώπων, το Γραφείο μας ερευνά την επίκληση έτερης νομικής βάσης για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Τράπεζας Κύπρου, για την οποία προβλέπεται από τον Νόμο 20ετής παραγραφή από την παροχή προς αυτούς των επίμαχων επενδυτικών συμβουλών.
Κατ’ αυτό τον ύστατο τρόπο, με την κατάθεση σχετικών αγωγών, θεωρούμε ότι μπορεί να αποφευχθεί η απεμπόληση των δικαιωμάτων των εξαπατηθέντων κατόχων ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ.
Η διαδικασία αναμφίβολα θα απαιτήσει χρόνο –δεδομένου ότι η εν γένει υπόθεση των ΜΑΕΚ εκκρεμεί στην Ελληνική Δικαιοσύνη εδώ και χρόνια–, εντούτοις χαμένος αγώνας είναι μόνον όποιος δεν δόθηκε.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ: Ανάλυση υπόθεσης κλιματικής αλλαγής κατα Ελβετίας
Στις 9 Απριλίου 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την ελβετική κυβέρνηση για τη μη εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών για την κλιματική αλλαγή και για την παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.
Η προσφεύγουσα αυτής της υπόθεσης ήταν μια ελβετική ένωση ηλικιωμένων γυναικών, ηλικίας μεταξύ 78 και 89 ετών, οι οποίες από το 2016 αγωνίζονταν για την πρόληψη των κλιματικών αλλαγών. Οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν για τα προβλήματα υγείας που προκαλούνται από την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις επιπτώσεις στην κατάσταση της υγείας τους, ιδίως κατά τη διάρκεια των καύσωνων.
Αφού εξάντλησαν όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα στην Ελβετία, οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο και οι κατηγορίες κατά της Ελβετίας αφορούσαν το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή) και τα κριτήρια που τίθενται στο άρθρο 34 (καθεστώς θύματος).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 και του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Σύμφωνα με το άρθρο 8, οι ελβετικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τα καθήκοντά τους, γνωστά και ως θετικές υποχρεώσεις, να εφαρμόσουν μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και ως εκ τούτου απέτυχαν να εκπληρώσουν τον στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου- ενώ στο άρθρο 6 § 1 υπάρχει έλλειψη διαθέσιμων οδών από το ελβετικό εθνικό δίκαιο, όπου μπορεί κανείς να προσφύγει σε δικαστήριο, διότι πριν από την ΕΣΔΑ η υπόθεση απορρίφθηκε μόνο από μια διοικητική αρχή και στη συνέχεια από τα εθνικά δικαστήρια σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας.
Ενώ τα δύο αυτά άρθρα κρίθηκε ότι παραβιάστηκαν κανονικά από την Ελβετία, το τμήμα μείζονος συνθέσεως έκρινε απαράδεκτες τις καταγγελίες κατά του άρθρου 2 και του άρθρου 13 λόγω έλλειψης αποτελεσματικών στοιχείων κατά της Ελβετίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης, το τμήμα μείζονος συνθέσεως εκμεταλλεύτηκε την απόφαση αυτή ως ευκαιρία να θεσπίσει νέα κριτήρια σχετικά με το καθεστώς του θύματος σε υποθέσεις που σχετίζονται με το κλίμα και να αποτρέψει πιθανές μελλοντικές περιπτώσεις actio popularis.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η απόφαση που έλαβε το Δικαστήριο στην υπόθεση Verein KlimaSeniorinnen Schweiz και άλλοι κατά Ελβετίας ήταν υπερβολικά αυστηρή για τις ελβετικές αρχές. Την ίδια ημέρα άλλες δύο υποθέσεις, Carême κατά Γαλλίας και Duarte Agostinho και άλλοι κατά Πορτογαλίας, με τις ίδιες κατηγορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή κρίθηκαν απαράδεκτες.
Όσον αφορά την υπόθεση κατά της Γαλλίας, οι καταγγελίες του προσφεύγοντος δεν έγιναν δεκτές επειδή ο ίδιος προσφεύγων δεν ζει πλέον στον τόπο όπου ζητά ένδικα μέσα και θεωρείται απαράδεκτη βάσει του άρθρου 34.
Όσον αφορά τις καταγγελίες κατά της Πορτογαλίας, οι προσφεύγοντες δεν εξάντλησαν όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα και, ως εκ τούτου, είναι αντίθετες με τα κριτήρια εφαρμογής που θέτει η Σύμβαση.
Σίγουρα η απόφαση του Δικαστηρίου κατά της Ελβετίας επέφερε πολλές επικρίσεις και αμφιβολίες για το δίκαιο της απόφασης, αλλά σηματοδότησε την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου σε υπόθεση που αφορά το κλίμα και εμπλούτισε έτσι τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Thomas AGUIAR, Ingrid POUWER, Marie-Lise SALAME, Chiara SOUVLAKIS, Nadia DJENNI
Ελβετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και επιστροφή στην Ελλάδα
1.Συντονισμός μεταξύ της Ελβετίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το νομικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ της Ελβετίας και της ΕΕ βασίζεται σε μια διμερή συμφωνία: τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου 1999 μεταξύ της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (εφεξής "ALCP").
Το παράρτημα ΙΙ της εν λόγω συμφωνίας παραπέμπει στον ευρωπαϊκό κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και στον ευρωπαϊκό κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004. Οι κανόνες συντονισμού της SALW πρέπει να εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα, ακόμη και αν έρχονται σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες (Métral Jean/Moser-Szeless Margit, L'accord sur la libre circulation des personnes: coordination des systèmes de sécurité sociale et jurisprudence du Tribunal fédéral (II), REAS 2007, σ. 169).Οι κανονισμοί αυτοί επιτρέπουν την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών της ΕΕ και της Ελβετίας, ιδίως όσον αφορά τους φορείς γήρατος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ειδικότερα ότι, όταν καταβάλλετε εισφορές σε περισσότερα κράτη, το καθένα από αυτά καταβάλλει σύνταξη ή εφάπαξ παροχή που αντιστοιχεί στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν συσσωρευτεί για εργασία που πραγματοποιήθηκε στη χώρα του. Δεν είναι δυνατή η μεταφορά επαγγελματικών περιουσιακών στοιχείων μεταξύ συνταξιοδοτικών ταμείων που βρίσκονται σε διαφορετικές χώρες. Επομένως, εάν έχετε καταβάλει εισφορές σε διάφορες χώρες, θα λάβετε σύνταξη ή εφάπαξ καταβολή από κάθε μία από αυτές, ανάλογα με τις ισχύουσες προϋποθέσεις.
2. Βασική σύνταξη AVS/AHV (1ος πυλώνας)
Στην Ελβετία, η πρόσβαση στις συνήθεις παροχές του πρώτου πυλώνα εξαρτάται από τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 ετών (άρθρο 21 al. 1 LAVS). Εκτός από τις συνήθεις παροχές, είναι δυνατή η επιλογή πρόωρης συνταξιοδότησης ένα ή δύο έτη πριν από την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, δηλαδή στα 63 ή 64 έτη. Δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για την πρόωρη συνταξιοδότηση (ασθένεια κ.λπ.)- μόνο η προϋπόθεση της ηλικίας (άρθρο 40 παρ. 1 LAVS) και τυχόν αγορά ρυθμιστικών παροχών (άρθρο 1β OPP 2) έχουν σημασία για τον καθορισμό αυτού του δικαιώματος.
Όσον αφορά τους αλλοδαπούς εργαζομένους, το άρθρο 18 παράγραφος 2 LAVS ορίζει ότι αυτοί και οι επιζώντες τους που δεν είναι Ελβετοί υπήκοοι δικαιούνται σύνταξη μόνο εφόσον έχουν την κατοικία και τη συνήθη διαμονή τους στην Ελβετία. Η έννοια της κατοικίας βασίζεται στα άρθρα 23 έως 26 του ελβετικού Αστικού Κώδικα (άρθρο 13 παρ. 1 LPGA), ενώ η έννοια της συνήθους διαμονής (άρθρο 13 παρ. 2 LPGA) "αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο ενδιαφερόμενος διαμένει για ορισμένο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν η διάρκεια της διαμονής αυτής είναι εξαρχής περιορισμένη" (ATF 141 V 530, αιτιολογική σκέψη 5.1. και παραπομπές). Κατά συνέπεια, ένα πρόσωπο χωρίς ελβετική ιθαγένεια που εγκαταλείπει μόνιμα την Ελβετία για να εγκατασταθεί στο εξωτερικό χάνει το δικαίωμά του στην ελβετική βασική σύνταξη AVS/AHV.
3. Σύνταξη από επαγγελματικό φορέα (2ος πυλώνας)
Στην περίπτωση της επαγγελματικής συνταξιοδοτικής παροχής (2ος πυλώνας), το δικαίωμα σε συνταξιοδοτικές παροχές γεννιέται από την ηλικία των 65 ετών (άρθρο 13 παράγραφος 1 BVG).
Το εισόδημα που συσσωρεύεται με την πάροδο των ετών στον λογαριασμό επαγγελματικής σύνταξης μπορεί να καταβληθεί με τη μορφή σύνταξης (μηνιαία πληρωμή) ή με εφάπαξ πληρωμή από το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της επαγγελματικής σύνταξης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η σύνταξη μπορεί να καταβληθεί μόνο εφόσον έχει καταβληθεί ένα ορισμένο ποσό εισφορών, διαφορετικά μπορεί να καταβληθεί μόνο εφάπαξ ποσό. Για να μάθετε πόσο μπορείτε να περιμένετε να λάβετε, επικοινωνήστε με το συνταξιοδοτικό σας ταμείο.
Μια άλλη σημαντική σημείωση: δεν είναι δυνατόν να κάνετε εφάπαξ ανάληψη πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης ή πρόωρης συνταξιοδότησης, εάν εγκαταλείπετε μόνιμα την Ελβετία για να εγκατασταθείτε σε χώρα της ΕΕ/ΕΖΕΣ (Vuilleumier Frédéric, Prévoyance professionnelle et aspects internationaux - partie II, in Droit fiscal et assurances sociales, en particulier la prévoyance professionnelle et les aspects transfrontaliers [de Vries Reilingh Daniel, ed. ), Zurich (Schulthess) 2016, σ. 159 ff, σ. 178 ; Office fédéral des assurances sociales OFAS, Prévoyance professionnelle (2e pilier), Prestation de libre passage : n'oubliez pas vos actifs et prévoyances).
4. Τι συμβαίνει σε περίπτωση θανάτου του συζύγου;
Ο επιζών σύζυγος δικαιούται σύνταξη χηρείας υπό τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:
- · Εάν ο επιζών σύζυγος έχει τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο τέκνο ή έχει συμπληρώσει το 45ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α LPP/BVG),
- · Εάν ο επιζών σύζυγος ήταν παντρεμένος με τον θανόντα για τουλάχιστον πέντε έτη (άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) BVG/LPP),
- · Εάν ο θανών είχε καταβάλει επαρκείς εισφορές (στον πρώτο πυλώνα),
- · Εάν τα συνταξιοδοτικά περιουσιακά στοιχεία του θανόντος δεν είχαν προηγουμένως αποσυρθεί ως εφάπαξ ποσό.
Οι συντάξεις επιζώντων (στην προκειμένη περίπτωση, η σύνταξη χήρου) καταβάλλονται στην ΕΕ υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και στην Ελβετία. Ωστόσο, δεν μπορούν να καταβληθούν ταυτόχρονα με τη σύνταξη γήρατος στην Ελβετία. Εάν οι δύο συντάξεις (όπως η σύνταξη χηρείας και η σύνταξη LAVS/AHVS) ανταγωνίζονται, καταβάλλεται η υψηλότερη από τις δύο (άρθρο 24β LAVS/AHVS). Εάν ο επιζών σύζυγος έχει καταβάλει περισσότερες εισφορές από τον αποβιώσαντα σύζυγο, είναι πιθανό να λάβει μόνο τη δική του σύνταξη γήρατος, και αντίστροφα.
Ομοίως, ορισμένα κράτη μειώνουν τις παροχές τους όταν οι συντάξεις από το εξωτερικό συνδυάζονται με τις εθνικές συντάξεις (άρθρο 10 του ευρωπαϊκού κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009).
5. Επιλογή μεταξύ σύνταξης και εφάπαξ καταβολής και ρυθμίσεις πληρωμής στο εξωτερικό
Είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί αν είναι προτιμότερο να επιλεγεί μια σύνταξη που καταβάλλεται μακροπρόθεσμα (κατά κανόνα μέχρι το θάνατο του δικαιούχου) ή μια ανάληψη όλων των εισφορών (δηλαδή μια εφάπαξ καταβολή), ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, τα έτη εισφορών, τις ανάγκες του συζύγου, τα σχέδια ζωής κ.λπ.
Μια εφάπαξ καταβολή για πρόωρη συνταξιοδότηση θα είναι μόνο μερική: ένα ποσό που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ασφάλισης πρέπει να παραμείνει στο λογαριασμό κατοχυρωμένων παροχών μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης ή το θάνατο. Το ποσό αυτό ποικίλλει ανάλογα με το συνταξιοδοτικό ταμείο.
6.Συμπέρασμα
Η ελβετική κοινωνική ασφάλιση είναι διαθέσιμη σε όλη την Ευρώπη για τους Ελβετούς υπηκόους, αλλά για τους αλλοδαπούς υπηκόους ισχύει μόνο στην Ελβετία. Σημειώστε επίσης ότι η υγεία δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα όσον αφορά την πρόωρη συνταξιοδότηση. Όταν πρόκειται να κάνετε κρίσιμες επιλογές, θα πρέπει να επιλέγετε την εφάπαξ καταβολή όταν δεν είστε σε καλή κατάσταση υγείας για να διευκολύνετε την πρόσβαση των επιζώντων συζύγων σας στα περιουσιακά στοιχεία της σύνταξης, αλλά να προτιμάτε τη σύνταξη όταν αναζητάτε την άνεση μιας μηνιαίας καταβολής.
Σημειώστε ότι τα παραπάνω ισχύουν κατ' αρχήν για μετακίνηση από την Ελβετία σε οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ/ΕΖΕΣ. Παραμένουμε στην διάθεσή σας γιά κάθε περιατε΄ρω διευκρίνηση ή ατομική ανάλυση της κατάστασής σας
Auriane PHILIPPE, Thomas AGUIAR, Ilona CADOUX, Marie CARRILLO
Προσφυγή στο ΕΔΔΑ: υπονομεύεται το δικαίωμα στη ζωή
Το 2018, ενώ έκαναν μια χαλαρή βόλτα σε ένα πεζοδρόμιο, μια μητέρα και η 38χρονη κόρη της χτυπήθηκαν από έναν οδηγό που είχε χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του. Η κόρη πέθανε ακαριαία και η μητέρα τραυματίστηκε σοβαρά. Οι ελβετικές αρχές δεν έκριναν ένοχο τον οδηγό με το σκεπτικό ότι δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν επακριβώς οι συνθήκες της διακοπής ρεύματος που επικαλέστηκε. Ως εκ τούτου, το ελβετικό ποινικό δικαστήριο τον απάλλαξε από κάθε ενοχή και από κάθε ποινή.
Πώς είναι δυνατόν η ανθρωποκτονία, ακόμη και η ανθρωποκτονία χωρίς πρόθεση, να μένει ατιμώρητη; Αυτό είναι το ερώτημα που θέσαμε στους δικαστές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής: ΕΔΑΔ), επικαλούμενοι το άρθρο 2 της Σύμβασης, το οποίο ορίζει ότι "το δικαίωμα του καθενός στη ζωή προστατεύεται από το νόμο", καθώς και το άρθρο 6, το οποίο απαιτεί εγγυήσεις για τη διεξαγωγή της δίκης.
Αφού προσέφυγε σε όλα τα ελβετικά δικαστήρια, η προσφεύγουσα (η μητέρα του θύματος) απευθύνθηκε στο ΕΔΔΑ για να δικαιωθεί για την ίδια και την κόρη της (η οποία πέθανε επί τόπου) και μετά το ατύχημα που την είχε αφήσει μόνιμα ανάπηρη. Προέβαλε μια σειρά από καταγγελίες κατά των δικαστηρίων μας. Εν ολίγοις, σύμφωνα με την ενάγουσα, τα ελβετικά δικαστήρια δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το τελευταίο απαιτεί τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού και ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος που να καθιστά δυνατή τη διαπίστωση των συνθηκών του θανάτου και, κατά περίπτωση, την απόδοση ευθυνών στους υπεύθυνους για τις πράξεις τους. Αυτή η θετική υποχρέωση βάσει του ίδιου άρθρου πρέπει να ερμηνεύεται ότι ισχύει στο πλαίσιο οποιασδήποτε δραστηριότητας, δημόσιας ή άλλης, κατά την οποία μπορεί να διακυβεύεται το δικαίωμα στη ζωή (Ciechońska κατά Πολωνίας, 2011, § 69- Banel κατά Λιθουανίας, 2013, § 68). Και στις δύο αυτές υποθέσεις, το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να διασφαλίσουν ότι οι αδικαιολόγητες παραβιάσεις του δικαιώματος στη ζωή δεν θα έμεναν ατιμώρητες. Μια τέτοια συμπεριφορά θα απέτρεπε κάθε φαινόμενο ανοχής παράνομων πράξεων και θα διατηρούσε την εμπιστοσύνη του κοινού (Oruk κατά Τουρκίας, 2014, § 46).
Στην περίπτωσή μας, η αθώωση του οδηγού θα μπορούσε να φανεί ότι υπονομεύει τον αποτρεπτικό ρόλο ενός δικαστικού συστήματος στην πρόληψη των παραβιάσεων του δικαιώματος στη ζωή.
Το πρώτο παράπονο, που προβάλλει ο προσφεύγων, βασίζεται στην παράλειψη των ελβετικών δικαστηρίων να λάβουν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαπίστωση των συνθηκών του θανάτου και, κατά περίπτωση, να θέσουν τους υπεύθυνους προ των ευθυνών τους για τις πράξεις τους, καθώς και στην υποχρέωσή τους να διασφαλίσουν την αποτελεσματική λειτουργία ενός συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου. Στην προκειμένη περίπτωση, τα ελβετικά δικαστήρια αρκέστηκαν να βασιστούν σε δύο ιατρικές εκθέσεις εμπειρογνωμόνων, παρόλο που υπήρχε και μια τρίτη που υποστήριζε έναν ορισμένο βαθμό ευθύνης του οδηγού. Ο καταλογισμός ευθύνης δεν μπορούσε να γίνει δεκτός βάσει των αποτελεσμάτων της τρίτης έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, η οποία έδειχνε ότι ο οδηγός είχε αποκοιμηθεί κατά τη διάρκεια του ατυχήματος.
Το δεύτερο παράπονο βασίζεται στο ανεπαρκές εσωτερικό κανονιστικό πλαίσιο για την οδική κυκλοφορία. Το τελευταίο δεν είναι επαρκώς αποτρεπτικό και αυστηρό ώστε να διασφαλίζει την αποτελεσματική πρόληψη των παράνομων πράξεων. Το ελβετικό νομικό σύστημα δεν προβλέπει απαγόρευση της οδήγησης υπό ορισμένες συνθήκες. Επιπλέον, ο προσφεύγων καταγγέλλει ότι ο φόνος στην προκειμένη περίπτωση έμεινε ατιμώρητος. Ούτε ποινές ούτε μέτρα είχαν ληφθεί κατά του δράστη για τη λήψη φαρμάκων. Οι επιπτώσεις των φαρμάκων αυτών, ωστόσο, περιλάμβαναν σημαντική μείωση της γνωστικής απόδοσης και υπνηλία. Παρόλο που ο οδηγός αποτελούσε δυνητικό κίνδυνο για την οδική ασφάλεια, κρίθηκε ότι δεν είχε παραβιάσει το καθήκον φροντίδας του. Ωστόσο, η ελβετική νομολογία υποθέτει ότι ο φερόμενος ως δράστης ήταν αμελής εάν δεν έλαβε την προσοχή και δεν κατέβαλε την προσπάθεια που θα μπορούσε να αναμένεται από αυτόν για να συμμορφωθεί με τα καθήκοντά του βάσει των κανόνων δικαίου που θεσπίστηκαν για την ασφάλεια και την πρόληψη των ατυχημάτων (απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 02.08.2016, 6B 965/2014, αιτιολογική σκέψη 3).
Η τελευταία καταγγελία αφορά το άρθρο 6 της Σύμβασης, το οποίο αφορά "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη από αμερόληπτο και ανεξάρτητο δικαστήριο". Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν δέχθηκαν νέες εκτιμήσεις του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχονται σε μία από τις ιατρικές εκθέσεις του εναγομένου. Κατά συνέπεια, η υπεράσπισή της βρέθηκε σε μειονεκτική θέση όσον αφορά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν τεκμηριωθεί από ιατρικές εκθέσεις. Οι κανόνες περί του παραδεκτού των γνωματεύσεων ή των αποδεικτικών στοιχείων των εμπειρογνωμόνων δεν πρέπει να στερούν από την υπεράσπιση τη δυνατότητα αποτελεσματικής αμφισβήτησής τους, ιδίως με την υποβολή ή τη λήψη άλλων γνωματεύσεων και εκθέσεων. Η νομολογία σχετικά με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ θεωρεί ως παραβίαση την άρνηση να επιτραπεί εναλλακτική εξέταση από εμπειρογνώμονα των ουσιωδών αποδεικτικών στοιχείων (βλέπε Stoimenov κατά της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αριθ. 17995/02, §§ 38 επ., 5 Απριλίου 2007).
Nulla poena sine lege, όπως ορίζει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Στην Ελβετία, η απουσία διάταξης που καταδικάζει ορισμένη συμπεριφορά δεν σημαίνει ότι η ίδια συμπεριφορά πρέπει να μένει ατιμώρητη. Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 117 του ελβετικού ποινικού κώδικα ποινικοποιεί ρητά την ανθρωποκτονία. Το αδίκημα είναι ασφαλώς σοβαρό και δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο θα πρέπει να μείνει ατιμώρητο.
Ως έσχατη λύση, η μητέρα προσέφυγε στο ΕΔΔΑ για να διαπιστώσει αν ο οδηγός φέρει ποινική ευθύνη.
Εν αναμονή της απόφασης των δικαστών του Στρασβούργου, πρέπει να ελπίζουμε ότι η υπόθεση αυτή ενώπιον του ΕΔΔΑ θα οδηγήσει σε αποσαφήνιση της κατανομής των ποινών στις πράξεις που θα πρέπει να τιμωρούνται βάσει του ποινικού δικαίου.
Campos Kelly, Jayo Paul, Mariotti Maeva και Pelletier Eloïse