EUROPEAN
LEGAL
CONSULTANCY
EUROPEAN
LEGAL
CONSULTANCY
EUROPEAN
LEGAL
CONSULTANCY
Το ELC ιδρύθηκε πριν από 35 και πλέον χρόνια και αποτελεί μέρος μιας νέας γενιάς συνεργασίας δικηγόρων Ελβετίας Ελλάδας και με όλον τον κόσμο. Το σύστημα αυτό μας επιτρέπει να συνδυάσουμε την επιτόπια γνώση και στα δύο αυτά νομικά συστήματα στην Ευρώπη και στον κόσμο. ΟΙ νομικές μας συμβουλές και εκπροσώπηση καλύπτουν ένα ευρύ φασμα αναγκών τόσο ιδιωτών όσο και νομικών προσώπων/εταιρειών
Η ανέσή μας σε πολλές γλώσσες αντικατοπτρίζει την ευχέρεια που διαθέτουμε στα αντίστοιχα νομικά συστήματα και μας προσανατολίζουν στη διεθνή ή διασυνοριακή δράση, ώστε να είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε τους πελάτες μας οπουδήποτε κι αν βρίσκονται.
Αυτό το ευρύ φάσμα δυνατοτήτων επιτρέπει στο γραφείο μας πρόσβαση σε ένα πρώτης τάξεως δίκτυο στην Ελβετία στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το έργο του ELC ξεπερνά τα σύνορα όταν είναι απαραίτητο. Από την Ελλάδα έως την Ελβετία, η ομάδα μας λειτουργεί με την άνεση ενός τοπικού εμπειρογνώμονα για να σας παρέχει τις καλύτερες νομικές υπηρεσίες σε αυτές τις δύο χώρες και όχι μόνο. Συνεργαζόμαστε στενά με το European Legal Consultancy (Suisse) της Ελβετίας το οποίο παρέχει στους εντολείς μας με μοναδικό τρόπο την δυνατότητα να έχουν προσβαση στο δικαστικό και δικονομικό σύστημα της Ελβετίας.
Οι διασυνοριακές μας δραστηριότητες αποτελούν μέρος της δυναμικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παράλληλα διαθέτουμε μοναδική τεχνογνωσία για το τι συμβαίνει στην άλλη μας χώρα, την Ελβετία.
Αποστολή της European Legal Consultancy είναι να παρέχει νομική βοήθεια σε άτομα που έχουν σχέσεις με την Ευρώπη, την Ελβετία και τον υπόλοιπο κόσμο, είτε βρίσκονται στην Αμερική, την Ασία ή την Αφρική.
Τομείς δραστηριότητας
Νέα
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ Μ.Α.Ε.Κ. ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Με την από Μαΐου 2024 απόφαση του Διεθνούς Κέντρου Διακανονισμού Επενδυτικών Διαφορών (ICSID), όπως πληροφορηθήκαμε, δυστυχώς απορρίφθηκαν οι προσφυγές των κατόχων των υβριδικών και τοξικών ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έτσι δικαιώνεται η εξαρχής διατυπωθείσα θέση του Γραφείου μας –όπως άλλωστε και πολλών εκλεκτών συναδέλφων μας– ότι τη σχετική ευθύνη φέρει η Τράπεζα Κύπρου. Η τελευταία είναι αυτή που εξέδωσε καθώς και διέθεσε τα εν λόγω τοξικά προϊόντα, εξαπατώντας τους πελάτες της – ενάντια στην υποχρέωσή της καλόπιστης συμπεριφοράς και προστασίας των συμφερόντων τους.
Προς τούτο και έχουμε ασκήσει –από 10ετίας– σειρά αγωγών κατά της Τράπεζας Κύπρου, οι οποίες εκκρεμούν στα Εφετεία και στον Άρειο Πάγο και, στην πλειονότητά τους, είχαν θετική έκβαση για τους πελάτες μας.
Η έκβαση αυτή συναρτάται, σε μεγάλο βαθμό πλέον, προς τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία είναι πλέον ιδιαιτέρως θετική για τους κατόχους ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ.
Εξαρχής είχαμε προκρίνει ως νομική βάση για την αξίωση αποζημίωσης των εντολέων μας τη συνδρομή αδικοπρακτικής ευθύνης της τράπεζας. Η επιλογή αυτή έχει εν πολλοίς δικαιωθεί και πολλοί πελάτες μας έχουν υπέρ τους εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις και έχουν πληρωθεί.
Πλην όμως, είναι γεγονός ότι αρκετοί κάτοχοι ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ δεν είχαν προσφύγει στην Ελληνική Δικαιοσύνη για την αποζημίωσή τους – στάση που μπορεί να οφείλεται στην επιλογή της διαιτησίας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, άλλως δε στην επιφυλακτικότητά τους ως προς την έκβαση της εν γένει υπόθεσης των ΜΑΕΚ στα ελληνικά αστικά δικαστήρια.
Για την εξάντληση κάθε νομικού μέσου χάριν της προστασίας των εν λόγω προσώπων, το Γραφείο μας ερευνά την επίκληση έτερης νομικής βάσης για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Τράπεζας Κύπρου, για την οποία προβλέπεται από τον Νόμο 20ετής παραγραφή από την παροχή προς αυτούς των επίμαχων επενδυτικών συμβουλών.
Κατ’ αυτό τον ύστατο τρόπο, με την κατάθεση σχετικών αγωγών, θεωρούμε ότι μπορεί να αποφευχθεί η απεμπόληση των δικαιωμάτων των εξαπατηθέντων κατόχων ΜΑΕΚ / ΜΑΚ / ΜΧ.
Η διαδικασία αναμφίβολα θα απαιτήσει χρόνο –δεδομένου ότι η εν γένει υπόθεση των ΜΑΕΚ εκκρεμεί στην Ελληνική Δικαιοσύνη εδώ και χρόνια–, εντούτοις χαμένος αγώνας είναι μόνον όποιος δεν δόθηκε.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ: Ανάλυση υπόθεσης κλιματικής αλλαγής κατα Ελβετίας
Στις 9 Απριλίου 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την ελβετική κυβέρνηση για τη μη εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών για την κλιματική αλλαγή και για την παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.
Η προσφεύγουσα αυτής της υπόθεσης ήταν μια ελβετική ένωση ηλικιωμένων γυναικών, ηλικίας μεταξύ 78 και 89 ετών, οι οποίες από το 2016 αγωνίζονταν για την πρόληψη των κλιματικών αλλαγών. Οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν για τα προβλήματα υγείας που προκαλούνται από την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις επιπτώσεις στην κατάσταση της υγείας τους, ιδίως κατά τη διάρκεια των καύσωνων.
Αφού εξάντλησαν όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα στην Ελβετία, οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο και οι κατηγορίες κατά της Ελβετίας αφορούσαν το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή) και τα κριτήρια που τίθενται στο άρθρο 34 (καθεστώς θύματος).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 και του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Σύμφωνα με το άρθρο 8, οι ελβετικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τα καθήκοντά τους, γνωστά και ως θετικές υποχρεώσεις, να εφαρμόσουν μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και ως εκ τούτου απέτυχαν να εκπληρώσουν τον στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου- ενώ στο άρθρο 6 § 1 υπάρχει έλλειψη διαθέσιμων οδών από το ελβετικό εθνικό δίκαιο, όπου μπορεί κανείς να προσφύγει σε δικαστήριο, διότι πριν από την ΕΣΔΑ η υπόθεση απορρίφθηκε μόνο από μια διοικητική αρχή και στη συνέχεια από τα εθνικά δικαστήρια σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας.
Ενώ τα δύο αυτά άρθρα κρίθηκε ότι παραβιάστηκαν κανονικά από την Ελβετία, το τμήμα μείζονος συνθέσεως έκρινε απαράδεκτες τις καταγγελίες κατά του άρθρου 2 και του άρθρου 13 λόγω έλλειψης αποτελεσματικών στοιχείων κατά της Ελβετίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης, το τμήμα μείζονος συνθέσεως εκμεταλλεύτηκε την απόφαση αυτή ως ευκαιρία να θεσπίσει νέα κριτήρια σχετικά με το καθεστώς του θύματος σε υποθέσεις που σχετίζονται με το κλίμα και να αποτρέψει πιθανές μελλοντικές περιπτώσεις actio popularis.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η απόφαση που έλαβε το Δικαστήριο στην υπόθεση Verein KlimaSeniorinnen Schweiz και άλλοι κατά Ελβετίας ήταν υπερβολικά αυστηρή για τις ελβετικές αρχές. Την ίδια ημέρα άλλες δύο υποθέσεις, Carême κατά Γαλλίας και Duarte Agostinho και άλλοι κατά Πορτογαλίας, με τις ίδιες κατηγορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή κρίθηκαν απαράδεκτες.
Όσον αφορά την υπόθεση κατά της Γαλλίας, οι καταγγελίες του προσφεύγοντος δεν έγιναν δεκτές επειδή ο ίδιος προσφεύγων δεν ζει πλέον στον τόπο όπου ζητά ένδικα μέσα και θεωρείται απαράδεκτη βάσει του άρθρου 34.
Όσον αφορά τις καταγγελίες κατά της Πορτογαλίας, οι προσφεύγοντες δεν εξάντλησαν όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα και, ως εκ τούτου, είναι αντίθετες με τα κριτήρια εφαρμογής που θέτει η Σύμβαση.
Σίγουρα η απόφαση του Δικαστηρίου κατά της Ελβετίας επέφερε πολλές επικρίσεις και αμφιβολίες για το δίκαιο της απόφασης, αλλά σηματοδότησε την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου σε υπόθεση που αφορά το κλίμα και εμπλούτισε έτσι τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Thomas AGUIAR, Ingrid POUWER, Marie-Lise SALAME, Chiara SOUVLAKIS, Nadia DJENNI