Όπως είναι γνωστό, σωρεία δανειοληπτών –ανέρχονται σε 65.000 περίπου– προ ολίγων ετών συνήψαν δανειακές συμβάσεις (στεγαστικά δάνεια ως επί το πλείστον) με πιστωτικά ιδρύματα σε ελβετικό φράγκο (CHF). Είναι γεγονός ότι στην ενέργεια αυτή δεν προέβησαν “αυτόφωτοι” όντες από μόνοι τους αλλά κατόπιν (συχνά επίμονης) προτροπής προς τούτο εκ μέρους των τραπεζών, οι υπάλληλοι των οποίων –ενεργούντες κατ' εντολήν τους και για λογαριασμό αυτών– τους επιβεβαίωναν ότι πρόκειται για ενέργεια απόλυτα ενδεικνυόμενη και συμφέρουσα.
Πλέον, με την τεράστια αλλαγή της ισοτιμίας ευρώ προς ελβετικό φράγκο (πάνω από 35%), οι δανειολήπτες καλούνται σήμερα να πληρώνουν κατά πολύ αυξημένες μηνιαίες δόσεις, ώστε να αποπληρώσουν ποσό δανείου κατά πολύ μεγαλύτερο αυτού που πράγματι τους δόθηκε.
Μόνη λύση για την προστασία –και τη δικαίωση, σε τελική ανάλυση– των δανειοληπτών αυτών τυγχάνει η προσφυγή στη δικαστική οδό. Στόχος, η καταβολή του οφειλόμενου υπολειπόμενου ποσού σε δόσεις ανερχόμενες στα πραγματικά δεδομένα, με βάση το ποσό που πράγματι έλαβαν και κατέβαλαν και αυτό που οφείλουν – και όχι το κατά τα ανωτέρω διογκωμένο, για το οποίο ουδεμία ευθύνη (αλλά και επίγνωση, προκειμένου για κοινούς πολίτες αδαείς τρόπον τινά περί τα χρηματοοικονομικά) φέρουν. Την ευθύνη, πρόδηλα, φέρουν τα συμβληθέντα πιστωτικά ιδρύματα.
Συγκεκριμένα: Σκοπούμε στην τροποποίηση της δανειακής σύμβασης που έλαβε χώρα κατά τα ανωτέρω και με το ως άνω περιεχόμενο, λόγω ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου επί του οποίου βασίστηκαν (και δη με την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, κατ' άρθρο 388 ΑΚ), δεδομένου και του ότι ο οφειλέτης “έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (ΑΚ 288), ότι τα πιστωτικά ιδρύματα φέρονται εν προκειμένω κατά κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281), όπως και ότι σε τελική ανάλυση “κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως [του ασθενού εν προκειμένω μέρους, ήτοι του δανειολήπτη] αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις” (ΑΚ 173).
Επιπρόσθετα, πέραν των ανωτέρω θεμελιακών αρχών της έννομης τάξης μας, υφίσταται ευρέως εξασφαλιστική νομοθεσία για τον καταναλωτή - δανειολήπτη και αντισυμβαλλόμενο των κατ' εξοχήν ασκουσών εμπορική δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία θα έπρεπε στις εν λόγω περιπτώσεις να είχε εφαρμοστεί:
Αναφορικά με την απαιτούμενη συμπεριφορά κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγούνται κάποιας συμφωνίας, «τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη» (ΑΚ 197)∙ και, «όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία, είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει […]» (ΑΚ 198). Σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που επηρεάζουν ουσιωδώς τη βούληση του ατόμου για τη σύναψη κάποιας σύμβασης και τα οποία πρέπει να καθίστανται σαφή και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη, ορίζεται ότι «η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση δε θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία» (ΑΚ 141) και «η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος θεωρείται ουσιώδης αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη οι ιδιότητες αυτές είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία» (ΑΚ 142). Προφανώς, και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ακόμη, εάν οι δανειολήπτες είχαν πληροφορηθεί για το ενδεχόμενο της υπέρμετρης επιβάρυνσής τους μελλοντικά, έστω και ως οριακής περίπτωσης, θα είχαν απόσχει απ' την υπογραφή τέτοιων δανειακών συμβάσεων.
Με το ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, ορίζεται ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπάιτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. […]» (άρθρο 8§1∙ βλ. και ΑΚ 914 επ.)∙ ότι «1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν. 2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών. 3. Εμπορικές πρακτικές οι οποίες ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας σαφώς προσδιοριζόμενης ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρακτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή απειρίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο προμηθευτής να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινής και θεμιτής διαφημιστικής πρακτικής της διατύπωσης δηλώσεων που ενέχουν υπερβολές ή δηλώσεων οι οποίες δεν αναμένεται να εκληφθούν, ως έχουν, στην κυριολεξία τους. 4. Εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, ιδίως όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 9δ, 9ε, 9στ και στα άρθρα 9ζ και 9η, αντίστοιχα.» (άρθρο 9γ). Κατά το δε άρθρο 9δ (παραπλανητικές πράξεις), «1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι, συνεπώς, αναληθής ή, όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) η ύπαρξη ή η φύση του προϊόντος, β) τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη, οι κίνδυνοι, [...]». Κατ’ άρθρο 9ε (παραπλανητικές παραλείψεις), «1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε. 2. Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο προμηθευτής αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο [...]».
Θεωρούμε ότι τελείως παραπλανητικά και καταχρηστικά κατάρτισαν πολλές τράπεζες τις εν λόγω συμβάσεις και για τον λόγο αυτό, σύμφωνα και με τα παραπάνω, πρέπει αυτές οι συμβάσεις να τροποποιηθούν άλλως ακυρωθούν – κατεύθυνση προς την οποία ήδη κινείται το Γραφείο μας. Την προοπτική αυτή κατ' ουσία δέχονται τα ίδια τα Δικαστήρια, όπως με πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις (σε επίπεδο προσωρινών διαταγών, προς το παρόν) έχει καταδειχθεί. Γιά περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την αντιμετώπιση του θέματος αυτού, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας μέσω της ειδικής φόρμας της ιστοσελίδας μας